alcalimétrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
alcalimétrie alcalimétries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alcalimétrie (fr) θηλυκό