alchimie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.ʃi.mi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alchimie alchimies

alchimie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]