alerte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alerte alertes

alerte (fr) θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alerte alertes

alerte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ζωηρός, ξύπνιος, εύστροφος
     συνώνυμα: éveillé, rapide, vif
     αντώνυμα: engourdi

Συγγενικά

[επεξεργασία]