alheña

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alheña (es) θηλυκό

  1. το φυτό και η βαφή χένα
     συνώνυμα: henna, arjeña, jena
  2. λιγούστρο