aliénabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aliénabilité aliénabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aliénabilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]