all together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
all together < → δείτε τις λέξεις all και together

Επίρρημα

[επεξεργασία]

all together (en)

  • συνολικά
    All together 24 forest fires broke out in the last twenty four hours.
    Συνολικά 24 δασικές πυρκαγιές εκδηλώθηκαν το τελευταίο εικοσιτετράωρο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]