alligator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
alligator alligators

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alligator (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alligator < αγγλική alligator< ισπανική el lagarto

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.li.ɡa.tɔʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alligator alligators

alligator (en) αρσενικό