allotment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

allotment (en)

  1. το να μοιράζεις κάτι με κλήρωση
  2. κλήρος, το μερίδιο στη ζωή που μου δόθηκε από το θεό
  3. κλήρος, κληροτεμάχιο καλλιεργήσιμης γης