alluvium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
alluvium alluviums / alluvia

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alluvium < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική alluvium < λατινική alluvius [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alluvium (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Alluvium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. alluvium - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
alluvium μεσαιωνικά λατινικά < λατινική alluvius (που τον έχει παρασύρει νερό) ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου alluvius alluv(ius) + -ium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alluvium (la)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
alluvium: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

alluvium (la)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του alluvius
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του alluvius
  • alluvium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • alluvium - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)