alma mater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alma mater < λατινική alma mater

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌælmə ˈmeɪtə(ɹ)/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

alma mater (en)

  1. (εκπαίδευση) σχολείο, κολέγιο ή πανεπιστήμιο από το οποίο ένα άτομο έχει αποφοιτήσει ή το οποίο έχει παρακολουθήσει
  2. ο ύμνος ή το τραγούδι ενός σχολείου



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈal.ma ˈmaː.ter/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

alma mater (la)

  1. (αρχαία Ρώμη) η μητέρα θεά, θεά, που συχνά απεικονίζεται ως Μητέρα της Γης, η οποία χρησιμεύει ως γενική θεότητα γονιμότητας, η γενναιόδωρη ενσάρκωση της γης
  2. (Μεσαίωνας) η Παρθένος Μαρία