altération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
altération | altérations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]altération (fr) θηλυκό
- η αλλοίωση
Δείτε επίσης : alteration |
ενικός | πληθυντικός |
altération | altérations |
altération (fr) θηλυκό