alternately

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alternately < alternate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

alternately (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εναλλακτικά, εναλλάξ, εκ περιτροπής
    They work alternately, sometimes one and sometimes the other.
    Λειτουργούν εναλλακτικά, πότε το ένα πότε το άλλο.
    They agreed to watch over the entrance alternately, one for two hours, and the other for another two.
    Συμφώνησαν να επιτηρούν την είσοδο εναλλάξ, δύο ώρες ο ένας, δύο ο άλλος.
    We had ran and sunshine alternately.
    Είχαμε βροχή και λιακάδα εκ περιτροπής.