alternative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

alternative (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alternative alternatives

alternative (en)

  • αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση ή επιλογή
    We are forced to agree, we have no other alternative.
    Είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε, δεν έχουμε και άλλη αλτερνατίβα.
    I had to go, there was no alternative.
    Έπρεπε να φύγω, δεν υπήρχε άλλη λύση.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alternative alternatives

alternative (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

alternative (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη alterner