altitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
altitude < (κληρονομημένο) μέση αγγλική altitude < (άμεσο δάνειο) λατινική altitudo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈælt.ɪˌtjuːd/ & /ˈælt.ɪˌtuːd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
altitude altitudes

altitude (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.ti.tyd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
altitude altitudes

altitude (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]