amateurish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | amateurish |
συγκριτικός | more amateurish |
υπερθετικός | most amateurish |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
amateurish (en)
- (κακόσημο) ερασιτεχνικός, που δεν γίνεται καλά ή με επιδεξιότητα