amcic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καβυλικά (kab)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]amcic αρσενικό (θηλυκό: tamcict)
- (θηλαστικό ζώο) η γάτα
- (ειδικότερα) ο γάτος, η αρσενική γάτα
amcic αρσενικό (θηλυκό: tamcict)