amid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρόθεση

[επεξεργασία]

amid (en)

  • εν μέσω κάποιου πράγματος, σε ένα περιβάλλον από, περιβαλλόμενος από κάτι
new initiatives amid fear of wider crisis
runners carry Olympic flame amid heavy security