ammazzacaffè

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ammazzacaffè < ammazzare (σκοτώνω) + caffè (καφές)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /amˌmat.t͡sa.kafˈfɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ammazzacaffè (it) αρσενικό άκλιτο