anéantissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anéantissement < anéantir + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anéantissement anéantissements

anéantissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]