anachronism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anachronism (en)

  1. ο αναχρονισμός
  2. (συνεκδοχικά) πρόσωπο ή πράγμα που δεν ταιριάζει στην εποχή του