anagram

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (af)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (sl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (sv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anagram (cs)