analphabète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]analphabète (fr) αρσενικό και θηλυκό
- ο / η αναλφάβητος
Επίθετο
[επεξεργασία]analphabète (fr)
analphabète (fr) αρσενικό και θηλυκό
analphabète (fr)