anathème

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.tɛm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anathème anathèmes

anathème (fr) αρσενικό