anecdote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anecdote anecdotes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anecdote (en)


Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anecdote anecdotes

anecdote (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]