anemia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anemia < αρχαία ελληνική ἀν- + αἷμα + -ia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anemia (es)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • anemia στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anemia (es)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anemia < αρχαία ελληνική ἀναιμία < ἀν + αἷμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anemia anemie

anemia (it)


Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ãˈnɛ̃mʲja/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anemia (pl) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anemia (pt)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anemia (fi)