angulated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
angulated < angulate

Επίθετο

[επεξεργασία]

angulated (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

angulated (en)