animal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæ.nɪ.məl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

animal (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

animal (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
animal < λατινική anima

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /a.ni.mal/

Επίθετο

[επεξεργασία]

animal (fr)

  • ζωικός
    le règne animal - το ζωικό βασίλειο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
animal animaux

animal (fr) αρσενικό

  1. το ζώο
    Κατηγορία:Ζώα (γαλλικά) στο Βικιλεξικό
  2. εσθονικά ο ανόητος, βίαιος άνθρωπος


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.niˈmal/

Επίθετο

[επεξεργασία]

animal (es)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

animal (es)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

animal (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική animal animalia
γενική animalis animalium
δοτική animalī animalibus
αιτιατική animal animalia
κλητική animal animalia
αφαιρετική animali animalibus
(γ' κλίση)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

animal (ro)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική-αιτιατική animal animale
έναρθρο animalul animalele
δοτική-αιτιατική animalului animalelor
κλητική animalule animalelor

animal (ro)