ankle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ankle | ankles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ankle (en)
- (ανθρώπινο σώμα) ο αστράγαλος
- ↪ I sprained my ankle.
- Στραμπούληξα τον αστράγαλό μου.
- ↪ I sprained my ankle.
Πηγές
[επεξεργασία]- ankle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 133. ISBN 9780194325684., λήμμα: αστράλογος