annulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
annulation annulations

annulation (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

annulation < annul(er) +‎ -ation

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
annulation annulations

annulation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]