anthroponomie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anthroponomie anthroponomies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anthroponomie (fr) θηλυκό