aoriste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aoriste | aoristes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aoriste (fr) αρσενικό
- ο αόριστος
ενικός | πληθυντικός |
aoriste | aoristes |
aoriste (fr) αρσενικό