aoristic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aoristic < aorist < αρχαία ελληνική ἀόριστος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɪəˈrɪstɪk/
Επίθετο
[επεξεργασία]aoristic (en)
aoristic (en)