apellido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apellido < ρήμα apellidar
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apellido (es) αρσενικό (πληθυντικός: apellidos)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]apellido (es)
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του apellidar ή του apellidarse