aperitivo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aperitivo < aperitiv + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aperitivo aperitivoj
αιτιατική aperitivon aperitivojn

aperitivo (eo)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperitivo (io)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperitivo (es)



ένα απεριτίφ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aperitivo < μεσαιωνική λατινική aperitivus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperitivo (it)

Επίθετο

[επεξεργασία]

aperitivo (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperitivo (pt)