aperture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperture (en) ουδέτερο

  1. άνοιγμα, οπή
  2. (φωτογραφία) διάφραγμα


      ενικός         πληθυντικός  
aperture apertures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aperture (fr) θηλυκό

  1. (φωνητική) άνοιγμα ενός φωνήματος