apogée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pɔ.ʒe/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apogée apogées

apogée (fr) αρσενικό