appétit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pe.ti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

appétit (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]