apparence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apparence | apparences |
apparence (fr) θηλυκό
- η εμφάνιση, το παρουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
apparence | apparences |
apparence (fr) θηλυκό