apportionment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apportionment | apportionments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apportionment (en)
- ο επιμερισμός
- ↪ The advantage of the collective claim is the apportionment of the cost.
- Το πλεονέκτημα της συλλογικής διεκδίκησης είναι ο επιμερισμός του κόστους.
- ↪ The advantage of the collective claim is the apportionment of the cost.