appris
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appris | appris |
θηλυκό | apprise | apprises |
Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]appris (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appris | appris |
θηλυκό | apprise | apprises |
appris (fr)