approvisionnement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
approvisionnement approvisionnements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

approvisionnement (fr) αρσενικό

  1. η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός
  2. η προμήθεια

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]