apreciere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apreciere (ro) θηλυκό

  1. η εκτίμηση (προς κάποιον)
  2. η εκτίμηση (ενός αντικειμένου)