aquarelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aquarelle < ιταλική acquarella < acqua

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kwa.ʁɛl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aquarelle aquarelles

aquarelle (fr) θηλυκό

  1. η υδατογραφία, η ακουαρέλα
  2. (συνεκδοχικά) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με την παραπάνω μέθοδο

Συγγενικά

[επεξεργασία]