arbitrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aʁ.bi.tʁaːʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arbitrage arbitrages

arbitrage (fr) αρσενικό