arboriculture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
arboriculture arboricultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arboriculture (fr) θηλυκό