archeolog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: archeológ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

archeolog (pl) αρσενικό

  1. ο αρχαιολόγος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

archeolog (cs) αρσενικό

  1. ο αρχαιολόγος

Συγγενικά

[επεξεργασία]