argumentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
argumentation argumentations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

argumentation (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
argumentation argumentations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
argumentation < λατινική argumentatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

argumentation (fr) θηλυκό