arma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arma (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂(e)rmos (συναρμογή, μάχη) < *h₂er- (συνδέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) ऋत (ṛtá) και अरम् (áram, “συναρμογή”), αρχαία ελληνική ἀραρίσκω, (παλαιά αρμενικά) արարի (arari).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arma (la) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα όπλα
  2. στρατιώτες
  3. πόλεμος
  4. άμυνα
  5. εργαλεία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
arma
γενική
-
armōrum
δοτική
-
armīs
αιτιατική
-
arma
κλητική
-
arma
αφαιρετική
-
armīs
(β' κλίση)