arme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arme armes

arme (fr) θηλυκό

  1. το όπλο
  2. (εραλδική) (στον πληθυντικό) σημεία σχετικά με τα οικόσημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]