armonia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

armonia (es) πληθυντικός: armonías

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • armonio
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)




      ενικός         πληθυντικός  
armonia armonie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
armonia < λατινική harmonĭa < αρχαία ελληνική ἁρμονία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

armonia (it) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • armonium
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)